- λατρευτῶν
- λατρευτόςfem gen plλατρευτόςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… … Dictionary of Greek
αφροδισιαστής — ο (Α ἀφροδισιαστής) [αφροδισιάζω] έκδοτος στις αφροδίσιες απολαύσεις, φιλήδονος αρχ. οἱ Ἀφροδισιασταί θίασος λατρευτών της Αφροδίτης … Dictionary of Greek
βασιλισταί — βασιλισταί, οι (Α) [βασιλίζω] ομάδα στρατιωτών και λατρευτών του Πτολεμαίου Ευεργέτη … Dictionary of Greek
ερμαϊσταί — ἑρμαϊσταί, οἱ (Α) επίγρ. θίασος ή εταιρεία λατρευτών τού Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ισχυρό θ. Ερμᾱ τού Ερμής + κατάλ. ιστής] … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
ποσειδανιασταί — και ποσειδωνιασταί, οἱ, Α θίασος λατρευτών τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδάνια/Ποσειδώνια + κατάλ. ιαστής πιθ. μέσω αμάρτυρου *ποσειδανιάζω/* ποσειδωνιάζω] … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
συνερμαϊσταί — oἱ, Α [ἑρμαϊσταί] σύντροφοι, μέλη τού θιάσου τών λατρευτών τού Ερμή … Dictionary of Greek
συνναύτης — και δωρ. τ. συνναύτας, ὁ, Α [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου με κάποιον άλλο 2. μέλος συντεχνίας ψαράδων 3. μέλος θιάσου λατρευτών τής Ίσιδος … Dictionary of Greek